Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αφιππία — ἀφιππία, η (Α) [άφιππος] αδεξιότητα στην ιππασία … Dictionary of Greek
ἀφιππίαν — ἀφιππίᾱν , ἀφιππία awkwardness in riding fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)